Ελίζα-Άννα Δελβερούδη: Κινηματογραφικά αρχεία και ιστορική μνήμη
Η υπόθεση των αρχείων στη χώρα μας είναι μια περιπέτεια. Υπάρχουν αρχεία μικρά και μεγάλα, δημόσια και ιδιωτικά, ταξινομημένα και αταξινόμητα, επισκέψιμα και καταχωνιασμένα. Πίσω από την τύχη του κάθε αρχείου υπάρχουν άνθρωποι. Άνθρωποι που ενδιαφέρθηκαν γι΄αυτό και άλλοι που δεν αναγνώρισαν την αξία του. Συγγενείς που άνοιξαν ντουλάπια και συρτάρια με χαρτιά, τα άδειασαν και πέταξαν ή φρόντισαν το περιεχόμενό τους. Υπάλληλοι που θεωρούν ιδιόρρυθμους όσους αναζητούν κουτιά με έγγραφα και αναπνέουν επί ώρες τη σκόνη των περασμένων αιώνων.
Είναι δηλαδή, η υπόθεση των αρχείων στη χώρα μας, προσωπική υπόθεση και όχι κοινή συνείδηση. Οι νόμοι δεν μπορούν να διασώσουν τίποτε, αν όλοι εμείς δεν γνωρίζουμε την αξία του και δεν φροντίζουμε τη διάσωσή του. Η αξία όμως των στοιχείων του παρελθόντος δεν απόκειται στην προσωπική μας εκτίμηση. Κάτι που εμείς θεωρούμε περιττό, κάποιοι άλλοι στο μέλλον θα θεωρήσουν πολύτιμο.
Ίσως ο ελληνικός κινηματογράφος να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε αντιφατικές συμπεριφορές, αλλά και την εξέλιξη της αντίληψης για τη σημασία του. Ως πρόσφατα μοναδικό κριτήριο της αξίας μιας ταινίας ήταν η αισθητική. Από τη στιγμή που μια ταινία δεν είχε καλλιτεχνικούς στόχους, δεν ενδιέφερε κανέναν η διάσωσή της. Δεν είχε τίποτε να πει στο μέλλον. Ταινίες μυθοπλασίας αλλά και επίκαιρα ήταν προϊόντα αναλώσιμα με προδιαγεγραμμένη διάρκεια ζωής. Μέχρι πριν από ελάχιστα χρόνια τα επίκαιρα στοιβάζονταν σε τσουβάλια στα υπόγεια των αρμόδιων υπουργείων. Όσο για τις ταινίες μυθοπλασίας, τις «εμπορικές», αν δεν είχαν ανταλλακτική αξία για την τηλεόραση, ώστε να κεντρίσουν το οικονομικό ενδιαφέρον των επιχειρηματιών, θα ακολουθούσαν με βεβαιότητα την τύχη των περισσότερων προπολεμικών ταινιών. Στα σκουπίδια, στο Μοναστηράκι, στην καλύτερη περίπτωση σε ιδιωτικές συλλογές.
Άλλωστε, αν κάνουμε έναν ισολογισμό, θα δούμε ότι πολλές ταινίες «αγνοούνται». Δεν παίζονται στην τηλεόραση, δεν υπάρχουν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ένα από τα ελάχιστα ελληνικά οπτικοακουστικά αρχεία με σημαντικό πλούτο και ευαισθησίες διάσωσης και αποκατάστασης. Κάτι ανάλογο ισχύει με τις ταινίες μικρού μήκους και τα ντοκιμαντέρ. Όσο ζουν ο δημιουργοί τους το πρόβλημα δεν διακρίνεται. Αν όμως δεν επιδειχθεί ενδιαφέρον για την περισυλλογή, ταξινόμηση και επισκεψιμότητά τους, είναι πολύ πιθανό να βρεθούν στην πλευρά των «αγνοουμένων».
Η μέριμνα όσων ασχολούνται με τις ερασιτεχνικές ταινίες στην Ελλάδα, καλύπτει έναν τομέα κινηματογραφικών δραστηριοτήτων, παλιό αλλά περισσότερο από τους υπόλοιπους αγνοημένο και, κυρίως, απειλούμενο. Τα ενδιαφέροντα των γονιών, τα ανώνυμα πρόσωπα, τα άγνωστα τοπία είναι όπως οι φωτογραφίες: προσωπικές αναμνήσεις, που δεν μιλούν σε τρίτους. Και αν τις φωτογραφίες μπορείς να τις δεις, στα φιλμάκια της οικογένειας είναι αδύνατον να ρίξεις πλέον μια ματιά, γιατί η μηχανή προβολής δεν λειτουργεί. Τα ερασιτεχνικά φιλμάκια που σώζονται σε πατάρια και αποθήκες, στην επόμενη μετακόμιση ίσως πεταχτούν και χαθούν για πάντα. Μαζί τους θα χαθεί κι ένα κομμάτι της ιστορικής μνήμης.
Η διάσωση των κινηματογραφικών αρχείων, ερασιτεχνικών και επαγγελματικών κάθε είδους, είναι υπόθεση κοινή. Των κατόχων, των κληρονόμων, των συλλεκτών, των ιδιωτικών και δημόσιων φορέων που τις υποδέχονται, των υπαλλήλων που τις διαχειρίζονται. Οι ταινίες όπως και τα αρχειακά έγγραφα, έχουν αξία φανερή, αλλά και κρυφή, που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Έχουμε όμως καθήκον να τις διασώζουμε και να τις διαθέτουμε. Όπως έχουμε καθήκον να ευαισθητοποιήσουμε τους πολίτες, να υπερνικήσουμε την αδιαφορία που οφείλεται στην άγνοια της σημασίας και της αξίας τους. Η παρούσα έκδοση είναι μια συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση.
(29 Φεβρουαρίου 2004)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στη φωτογραφία η θήκη του ντοκιμαντέρ "Πέραμα...", γυρισμένου το 1980 σε super 8mm από τον ερασιτέχνη κινηματογραφιστή Βασίλη Τριανταφύλλου. Από το αρχείο της εταιρίας "Των Ανωνύμων"
2. Η τελευταία φράση του κειμένου αναφέρεται προφανώς στη σχεδιαζόμενη το 2003 έκδοση ενός βιβλίου για τον ερασιτεχνικό κινηματογράφο από το Media Desk Hellas, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το κείμενο της κας Δελβερούδη, καθηγήτριας τότε στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, είχε θέση προλόγου.